- ἀτρακτοειδής
- ἀτρακτο-ειδής, spindelartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ατρακτοειδής — ές (Α ἀτρακτοειδής, ές) ο όμοιος με άτρακτο … Dictionary of Greek
ἀτρακτοειδῆ — ἀτρακτοειδής spindle shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀτρακτοειδής spindle shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀτρακτοειδής spindle shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρακτοειδές — ἀτρακτοειδής spindle shaped masc/fem voc sg ἀτρακτοειδής spindle shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
Ακτινοπτερύγιοι — Υφομοταξία ψαριών της ομοταξίας των οστεϊχθύων. Έχουν χόνδρινο σκελετό, περισσότερο ή λιγότερο οστεοποιημένο, σώμα γεμάτο λέπια και ακτινωτά πτερύγια (απ’ όπου και η ονομασία τους). Η υφομοταξία αυτή περιλαβαίνει το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών… … Dictionary of Greek
άτρακτος — η (Α ἄτρακτος) 1. αδράχτι 2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού νεοελλ. το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ατρακτώδης — ες (Μ ἀτρακτώδης, ες) ο ατρακτοειδής … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)οειδής — ές, Ν αυτός που έχει σχήμα τορπίλης, ατρακτοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + ειδής*. Η λ., στον τ. τορπιλλοειδής, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χυλοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά και κυκλοφορία τού χυλού στον οργανισμό 2. φρ. α) «χυλοφόρα αγγεία» ανατ. τα λεμφαγγεία που μεταφέρουν τον χυλό από το λεπτό έντερο στον μείζονα θωρακικό πόρο, από… … Dictionary of Greek